φαιοχίτωνας

φαιοχίτωνας
ο, η
1. αυτός που φοράει φαιό (βλ. λ.) χιτώνα.
2. το αρσ. στον πληθ., φαιοχίτωνες τα μέλη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος του Χίτλερ (από το χρώμα της στολής τους).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • φαιοχίτων — ωνος, ο, η, ΝΑ, και φαιοχίτωνας, ο, Ν αυτός που φορεί φαιόχρωμο χιτώνα νεοελλ. (το αρσ. στον πληθ.) οι φαιοχίτωνες τα μέλη τού γερμανικού ναζιστικού κόμματος τού Χίτλερ, που ονομάστηκαν έτσι από το χρώμα τής στολής τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαιός +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”